- σκληρουργός
- ὁ, Ατεχνίτης που ανήκε σε σώμα οικοδόμων τού ρωμαϊκού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ουργός (< ἔργον*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρουργούς — σκληρουργός one of a corps of masons masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
σκληρουργία — ἡ, Α [σκληρουργός] σκληρή, βαριά εργασία … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek